-
1 ακροατού
-
2 ἀκροατοῦ
-
3 ἀσθένεια
ἀσθέν-εια, ἡ,A want of strength, weakness, Th.1.3, etc.: in pl.,ἰσχύες καὶ ἀ. Pl.R. 618d
; esp. feebleness, sickliness, Hdt.4.135;ἀ. τοῦ γήρως Antipho 4.3.2
, Pl.R. 330e;σωμάτων Th.4.36
, etc.3ἀ. βίου
poverty,Hdt.
2.47, 8.51.4 in moral sense, feebleness, weakness,τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως Pl.Lg. 854a
, cf. Arist.EN 1150b19;τοῦ ἀκροατοῦ Arist.Rh. 1419a18
.—Rare in poetry, as E.HF 269. -έω, to be weak, feeble, sickly, ἀ. μέλη to be weak in limb, E.Or. 228;τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀ. Pl.Ly. 209e
; ἀ. ἀσθένειαν Id.Chrm. 155b: abs., E.Hipp. 274, Th.7.47, Ev.Matt.10.8, etc.; ἠσθένησε he fell sick, D.1.13; sick man,Hp.
VM 12 (Phot. says that μαλακίζεσθχι is used of women);ἠσθενηκότα Plb. 31.13.7
.3 c. inf., to be too weak to do a thing, not to be able.., J.BJ2.15.5;εἰς τὸ θεωρεῖν Plot.3.8.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσθένεια
-
4 προδιεργάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προδιεργάζομαι
-
5 κατασείω
A- σείσω Hp.Art.43
: [tense] pf.- σέσεικα Philem.84
:—shake down, throw down,οἰκοδομήματος ἐπὶ μέγα Th.2.76
; τεῖχος, τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα, Arr.An.1.19.2, 2.23.1; σεισμὸς κ. τὴν πόλιν Ae|.VH6.7:—[voice] Pass., fall down, Ph.2.512; of a lion's mane,αὐχένος ἐκ λασίοιο Χαίτη -εσείετο Pancrat.Oxy.1085.21
: metaph.,κ. ἀκροατοῦ ὦτα Philostr.VS2.29
;νόμους Procop.Arc.27.33
;κατέσεισεν ἅπαντα καὶ κατεβρόντησε Eun. Hist.p.256
D.; ἕως κατέσεισε until he laid him on the floor (with drinking), Men.8, cf. Philem. l. c., Ath.10.431c.2 impel, drive headlong,νεανίσκον εἰς τὸν μανιώδη καὶ σφαλερὸν τῆς βασιλείας ἔρωτα Eun.Hist.p.235
D., cf. p.267 D.:—[voice] Pass., πρὸς τὸ λέγειν κ. ib. p.223 D.3 in Surgery, treat by shaking, Hp.Art.42:—[voice] Pass., ib. 43.4 κατασείσας τὴν χεῖρα with a motion of the hand, Act.Ap. 19.33;κ. ἱκετηρίας J.BJ2.21.8
; κ. τὰ ἱμάτια, by way of signal, Plu. Pomp.73: more freq. c. dat., κ. τῇ Χειρί beckon with the hand, Plb. 1.78.3, Hld.10.7;κ. τῇ Χειρὶ σιγᾶν Act.Ap.12.17
;κ. τῷ λύχνῳ ἅμα λέγων τὸν λόγον PMag.Lond.46.453
;κ. ὀθόναις Hld.9.6
: abs., κ. τινί beckon to another, as a sign for him to be silent, X.Cyr.5.4.4;κ. τισὶν ἐπεξιέναι J.AJ17.10.2
; but also, shake the head in token of contempt, Phld.Vit.p.37 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασείω
См. также в других словарях:
ἀκροατοῦ — ἀκροᾱτοῦ , ἀκροατής hearer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυώνας — ο (Α μυών) το μέρος τού σώματος όπου υπάρχουν ή συσπώνται πολλοί μύες, σύνδεσμος πολλών μυών, σαρκώδες μέρος τού σώματος (α. «όλοι οι μυώνες τού προσώπου τού ακροατού εκινήθησαν», Παπαδ. β. «ὁ δέ οἱ περὶ νεῡρα τανυσθεὶς μυὼν ἐξ ὑπάτοιο βραχίονος… … Dictionary of Greek
προδιεργάζομαι — Α επεξεργάζομαι προηγουμένως, προετοιμάζω («δεῑ προδιειργάσθαι... τὴν τοῡ ἀκροατοῡ ψυχήν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεργάζομαι «επιτελώ, καλλιεργώ»] … Dictionary of Greek
προσοχή — Στην κοινή ορολογία και στην κλασική ψυχολογία η π. θεωρείται ένα είδος νοητικής ικανότητας, η οποία είναι σε ποικίλο βαθμό ανεπτυγμένη στα διάφορα άτομα, αλλά συνοδεύεται πάντοτε από έντονη συναισθηματική συμμετοχή. Σήμερα έγινε παραδεκτό ότι η… … Dictionary of Greek
κατασείω — (AM) 1. σείω πολύ, γκρεμίζω κάτι σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῡ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», Θουκ. β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.) 2. ρίχνω κάτω αρχ. 1. ενοχλώ, ταράζω… … Dictionary of Greek
μυθοποίημα — μυθοποίημα, τὸ (Α) [μυθοποιώ] το αποτέλεσμα τού μυθοποιώ, μυθώδης διήγηση («ὅτι μυθοποίημα καὶ πλάσμα πρὸς ἡδονήν ἤ ἔκπληξιν ἀκροατοῡ γέγονε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek